Κωνσταντῖνος Χαριλ. Καραγκούνης.
Βιογραφικὸ Σημείωμα
Γιὸς τοῦ Χαριλάου καὶ τῆς Ἑλένης Καραγκούνη, τὸ γένος Ραμαντάνη, γεννημένος στὴν Ἀνακασιὰ Βόλου τὴν 8η Ἰουλίου 1965, σύζυγος τῆς Γιαννούλας Κ. Φωτοπούλου καὶ πατέρας δύο ἀγοριῶν (Χαρίλαος, ἔτος γεν. 1992 καὶ Παναγιώτης, ἔτος γεν. 1993). Κάτοικος Βόλου ἕως τὸ 2012 καὶ Ἀθηνῶν ἀπὸ τὸ 2013 καὶ ἔκτοτε.
Τὶς ἐγκύκλιες σπουδὲς ὁλοκλήρωσε στὸ Βόλο (Ἑκκλησιαστικὸ Λύκειο Βόλου – Ἀπολυτήριο μὲ «Ἄριστα»). Τὸ ἔτος 1983 εἰσήχθη στὸ Θεολογικὸ Τμῆμα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀ. Π. Θ., πρωτεύοντας στὶς Πανελλήνιες Ἐξετάσεις μεταξὺ τῶν ὑποψηφίων ἀπὸ ὅλα τὰ Ἐκκλησιαστικὰ Λύκεια τῆς χώρας, ἀπεφοίτησε δὲ τὸ ἔτος 1987 μὲ βαθμὸ Πτυχίου «Λίαν Καλῶς».
Τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Μουσικὴ διδάχθηκε κοντὰ στοὺς Καθηγητὲς – Πρωτοψάλτες Ἰωάννη Σχώρη (στὴ Σχολὴ Βυζαντινῆς Μουσικῆς τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δημητριάδος στο Βόλο – Πτυχίο Ἱεροψάλτου, 1983, μὲ «Ἄριστα»), Κλήμη Χουρμουζιάδη, Χρύσανθο Θεοδοσόπουλο καὶ Χαρίλαο Ταλιαδῶρο (στὴ Σχολὴ Βυζαντινῆς Μουσικῆς τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης – Πτυχίο Ἱεροψάλτου, 1984, μὲ «Ἄριστα»), Σπυρίδωνα Περιστέρη καὶ Λάζαρο Κουζινόπουλο (στὴ Σχολὴ Βυζαντινῆς Μουσικῆς τοῦ Ὠδείου Ἀθηνῶν – Πτυχίο Ἱεροψάλτου, 1988, μὲ «Ἄριστα»),Ἐμμανουὴλ Χατζημάρκο (στὸ Δημοτικὸ Ὠδεῖο Βόλου – Πτυχίο Βυζαντινῆς Μουσικῆς, 1990, μὲ «Ἄριστα») καὶ Περικλῆ Μαυρουδῆ (στὸ Μακεδονικὸ Ὠδεῖο Θεσσαλονίκης – Δίπλωμα Βυζαντινῆς Μουσικῆς, 1996, μὲ «Ἄριστα»). Τὴν περίοδο 1989 – 2000 διετέλεσε βασικὸ μέλος τοῦ Χοροῦ Ψαλτῶν τοῦ Ἱδρύματος Βυζαντινῆς Μουσικολογίας τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Οἱ Μαΐστορες τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης» μὲ διδάσκαλο καὶ χοράρχη τὸν Ὁμότιμο, σήμερα, Καθηγητὴ Βυζαντινῆς Μουσικολογίας τοῦ Ἐ. Κ. Π. Ἀ., Γρηγόριο Θ. Στάθη.
Τὴν Ἑλληνικὴ Παραδοσιακὴ Μουσική, τὸ λαϊκὸ μουσικὸ ὄργανο Κανονάκι καὶ τὴν Ἀραβοπερσικὴ Κλασσικὴ Μουσικὴ διδάχθηκε ἀπὸ τὸν μικρασιάτη μουσικὸ Παναγιώτη Μιχ. Ἀχειλᾶ (στὸ Βόλο, 1984 – 1989) καὶ τοὺς μουσικοὺς Πέτρο Ταμπούρη (στὸ Δημοτικὸ Ὠδεῖο Βόλου, 1987 – 1988) καὶ Ἀνιὲς Ἀγκοπιάν (στὸ Κέντρο Σύγχρονης Μουσικῆς Ἔρευνας, Κ. Συ. Μ. Ἔ., Ἀθήνα, 1989 – 1990).
Τὸ ἔτος 1998 διορίστηκε ὡς μόνιμος Θεολόγος ἐκπαιδευτικός, ἔπειτα ἀπὸ ἐπιτυχῆ συμμετοχὴ στὸν σχετικὸ διαγωνισμὸ τοῦ Α. Σ. Ε. Π. (πρώτευσε, πανελληνίως, μεταξὺ ὅλων τῶν διαγωνιζομένων τότε ὑποψηφίων Θεολόγων) καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο ἔτος, γιὰ τὴν περίοδο 1998 – 2006, ὑπηρέτησε ὡς ἀποσπασμένος Καθηγητὴς Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Παραδοσιακῆς Μουσικῆς στὸ Μουσικὸ Σχολεῖο Βόλου. Τὸ ἔτος 2007 ἔλαβε ὀργανικὴ θέση Θεολόγου στὸ ἐν λόγω σχολεῖο.
Τὸ ἔτος 2000 ἀναγορεύθηκε Διδάκτωρ Βυζαντινῆς Μουσικολογίας τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μὲ καθηγητὴ τὸν Γρηγόριο Θ. Στάθη (ἄριστα παμψηφεὶ μετ’ εἰδικοῦ ἐπαίνου). Στὴν Διδακτορική του Διατριβὴ «Ἡ Παράδοση καὶ Ἐξήγηση τοῦ Μέλους τῶν Χερουβικῶν τῆς Βυζαντινῆς καὶ Μεταβυζαντινῆς Μελοποιίας», συγκέντρωσε περὶ τὶς χίλιες <1000> βυζαντινὲς καὶ μεταβυζαντινὲς μελοποιήσεις τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου (τὰ ἀρκτικὰ τῶν ὁποίων ἐξέδωσε σὲ ἕνα corpus), ἔργα ἑκατόν ὀγδόντα <180> περίπου μελουργῶν, τῶν ὁποίων παρέθεσε καὶ τὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα, ἐνῶ, μεταξὺ ἄλλων, ὑπέδειξε τὸν τρόπο μορφολογικῆς ἀναλύσεως τῶν βυζαντινῶν μελῶν, τὸν τρόπο ἐπισημάνσεως τῶν μελικῶν «θέσεων» τοῦ Παπαδικοῦ Γένους Μελοποιίας, καθὼς καὶ τὴν «ἐξήγηση» αὐτῶν τῶν «θέσεων» στὴ Νέα Μέθοδο Ἀναλυτικῆς Σημειογραφίας τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης. Ἡ Διδακτορική του Διατριβὴ ἐξεδόθη ὡς 7η στὴ σειρὰ «Μελέται» τοῦ Ἱδρύματος Βυζαντινῆς Μουσικολογίας τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ἀθῆνα 2003, ἐκδότης Γρηγόριος Θ. Στάθης, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἑπτάλοφος»).
Κατὰ τὴν διετία 2004 – 2006 διετέλεσε, παραλλήλως, συνεργάτης (Π. Δ. 407) τοῦ Τμήματος Μουσικῶν Σπουδῶν τῆς Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Ἀ. Π. Θ., γιὰ τὴν διδασκαλία τῶν μαθημάτων «Βυζαντινὴ Μουσικὴ Θεωρία καὶ Πράξη I – II».
Τὸ ἔτος 2006 τοποθετήθηκε μὲ ἀπόφαση τοῦ Π. Υ. Σ. Δ. Ε. Νομοῦ Μαγνησίας στὴ θέση τοῦ Ὑπευθύνου Πολιτιστικῶν Θεμάτων τῆς Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης Μαγνησίας γιὰ τετραετῆ θητεία (2006 – 2010), ἡ ὁποία παρατάθηκε γιὰ ἕνα ἔτος ἕως τὴν 31η Αὐγούστου τοῦ 2011.
Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 2010 ἐξελέγη ὁμόφωνα Ἐπίκουρος Καθηγητὴς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (Ἀ.Ἐ.Ἀ.Ἀ.), κατὰ δὲ τὸ ἀκαδημαϊκὸ ἔτος 2011 – 2012 ἀποσπάστηκε γιὰ ἄσκηση διδακτικοῦ ἔργου στὴν ἐν λόγω Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία, στὴν ὁποία, τελικῶς, καὶ διορίστηκε ἀπὸ 19ης Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 2013. Στὴ θέση αὐτὴ μονιμοποιήθηκε τὴν 21η Φεβρουαρίου 2017. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2018 ἐξελέγη ὁμόφωνα Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς τῆς Ἀ.Ἐ.Ἀ.Ἀ. γιὰ τὸ ἴδιο γνωστικὸ ἀντικείμενο (Ὑπουργικὴ Πράξη: Φ.200/3/34755/Ζ2/5-3-2019, δημοσιευθεῖσα στὸ Φ.Ἐ.Κ. 475/Γ΄/3-4-2019).
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 2013, μαζὶ μὲ ἄλλους μουσικολόγους συνεργάτες, ἵδρυσε στὸν Βόλο τὸν Τομέα Ψαλτικῆς Τέχνης καὶ Μουσικολογίας τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, τοῦ ὁποίου εἶναι Διευθυντής, καὶ μὲ τὸν ὁποῖο ἔχει ἀναπτύξει πλούσια ἐπιστημονικὴ δραστηριότητα (συμμετοχὴ σὲ ἐπιστημονικὰ συνέδρια, ἐκδόσεις, διοργάνωση συνεδρίων, ἡμερίδων καὶ λοιπῶν ἐπιμορφωτικῶν δράσεων κ. τ. ὅ.).
Ἔχει πλούσιο συγγραφικὸ καὶ ἐκδοτικὸ ἔργο, ἐνῶ ἔχει λάβει μέρος ὡς εἰσηγητὴς καὶ ὡς μέλος Ἐπιστημονικῶν καὶ Ὀργανωτικῶν Ἐπιτροπῶν σὲ πολλὰ καὶ ἔγκυρα ἐπιστημονικὰ συνέδρια γιὰ τὴ Βυζαντινὴ καὶ τὴν Παραδοσιακὴ Ἑλληνικὴ Μουσικὴ στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό. Τὰ γενικότερα ἐνδιαφέροντά του στρέφονται περὶ τὴν ἱστορία, μουσικὴ κωδικολογία, παλαιογραφία καὶ θεωρία τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, ἐνῶ εἰδικότερα ἀσχολεῖται μὲ τὴν καταγραφὴ τοπικῶν ψαλτικῶν παραδόσεων (ἰδιαιτέρως τῆς Μαγνησίας), τὴν Διδακτικὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς καὶ τὴν Θεολογία – Γραμματολογία τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης.
Ἄλλες, παράλληλες δραστηριότητες, τίτλοι καὶ ἐνασχολήσεις του εἶναι οἱ ἀκόλουθες:
Ἀπὸ τὸ ἔτος 1982 και ἑξῆς (ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 17 ἐτῶν) ὑπηρετεῖ ὡς Ἱεροψάλτης καὶ Χοράρχης σὲ διαφόρους Ἱ. Ναοὺς τῶν Ἱ. Μητροπόλεων Δημητριάδος καὶ Λαρίσης. Σήμερα ὑπηρετεῖ ὡς Πρωτοψάλτης στὸν Ἱ. Ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Στεφανοβικείου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Λαρίσης.
Τὸ ἔτος 1992 ἵδρυσε τὸν Σύλλογο «Ἔρευνας, Διάσωσης, Ριζικῆς Ἀποκατάστασης τῆς Μουσικῆς τῶν Ἑλλήνων (Ε. Δ. Ρ. Α. Μ. Ε.) Παναγιώτης Ἀχειλᾶς», τοῦ ὁποίου διετέλεσε Πρόεδρος (1992 – 2007), Διευθυντὴς τῆς Σχολῆς Ἑλληνικῆς Μουσικῆς, τῆς Χορωδίας καὶ Ὀρχήστρας Παραδοσιακῆς Μουσικῆς καὶ Χοράρχης τοῦ Χοροῦ Ψαλτῶν αὐτοῦ. Μὲ τὸν Ε. Δ. Ρ. Α. Μ. Ε. ἀνέπτυξε σημαντικότατο ἐπιστημονικό, ἐρευνητικὸ καὶ καλλιτεχνικὸ ἔργο, μὲ ἐκδόσεις μουσικολογικῶν συγγραμμάτων, ἔρευνα καὶ καταγραφὴ τοῦ ἑλληνικοῦ μουσικοῦ πολιτισμοῦ, διοργάνωση διαλέξεων, σεμιναρίων καὶ πλήθους μουσικῶν ἐκδηλώσεων, κυκλοφορία κασετῶν καὶ δίσκων Βυζαντινῆς καὶ Παραδοσιακῆς μουσικῆς, παρουσίαση μουσικολαογραφικῶν ραδιοφωνικῶν / τηλεοπτικῶν ἐκπομπῶν καὶ ἄλλα.
Διετέλεσε ἱδρυτής, διευθυντὴς καὶ καθηγητὴς τῆς Σχολῆς Ἑλληνικῆς Παραδοσιακῆς Μουσικῆς καὶ Μουσικῶν Ὀργάνων τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δημητριάδος, τῆς Σχολῆς Παραδοσιακῆς Μουσικῆς τοῦ Δήμου Ν. Ἰωνίας Βόλου, τῶν Σχολῶν Βυζαντινῆς καὶ Παραδοσιακῆς Μουσικῆς Γλώσσης Σκοπέλου καὶ Στεφανοβικείου Μαγνησίας, καθηγητὴς Παραδοσιακῆς Μουσικῆς τοῦ Δημοτικοῦ Ὠδείου Βόλου, καὶ ἐπιπλέον καθηγητὴς Βυζαντινῆς Μουσικῆς τῆς Μουσικῆς Σχολῆς Τραγουδάρα στὸ Βόλο καὶ τῶν Ὠδείων «Γ. Φουντούλης», «Ρυθμὸς» καὶ «Μελωτρόπιο» στὸ Βόλο.
Ἀπὸ τὸ ἔτος 1998 καὶ ἔπειτα διετέλεσε ἐπὶ πέντε <5> θητεῖες Τακτικὸ Μέλος τοῦ Δ. Σ. τοῦ Ἱδρύματος Βυζαντινῆς Μουσικολογίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (καὶ 4 θητεῖες Ἀναπληρωματικὸ Μέλος) μὲ Πρόεδρο τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ Διευθυντὴ τὸν Καθηγητὴ Γρηγόριο Θ. Στάθη.
Ἔχει ἐκλεγεῖ ἐπὶ τέσσαρες <4> θητεῖες Μέλος τοῦ Δ. Σ. τοῦ Συνδέσμου Ἱεροψαλτῶν Βόλου «Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης», τοῦ ὁποίου ἔχει διατελέσει Εἰδικὸς Γραμματεύς, Κοσμήτωρ, Ὑπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων, Γενικὸς Γραμματεὺς καὶ Α΄ Ἀντιπρόεδρος, ἐνῷ τὸν Ἰούλιο τοῦ 2010 ἐξελέγη Γενικὸς Γραμματεὺς τοῦ Δ. Σ. τῆς Ὁμοσπονδίας Συνδέσμων Ἱεροψαλτῶν Ἑλλάδος (Ὁμ.Σ.Ἱ.Ἑ.). Διετέλεσε, ἀκόμη, Mέλος τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀκροάσεως Ἱεροψαλτῶν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δημητριάδος.
Τέλος, κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο 2003 – 2009 διετέλεσε Μέλος τοῦ Δ.Σ. τοῦ Πολιτιστικοῦ Ὀργανισμοῦ τοῦ Δήμου Ἰωλκοῦ Μαγνησίας καὶ κατὰ τὸ διάστημα 2009 – 2010 Μέλος τοῦ Δ.Σ. τοῦ Κοινωφελοῦς Πολιτιστικοῦ Ὀργανισμοῦ τοῦ ἰδίου Δήμου.